-
1 θαλῡσιὰς
θαλῡσιὰς κούρη, ἡ, vom Vorigen abgeleitet, Priesterinn der Demeter, Nonn. D. 12, 103; ϑαλυσιὰς ὁδός, der Weg zum Erndtefeste, Theocr. 7, 31. Eigtl. fem. zum Folgdn.
-
2 θαλῡσιὰς
θαλῡσιὰς κούρη, ἡ, Priesterin der Demeter; ϑαλυσιὰς ὁδός, der Weg zum Erntefeste
См. также в других словарях:
θαλυσιάς — θαλυσιάς, άδος, ή (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στα θαλύσια («οδός θαλυσιάς» δρόμος που οδηγεί στα θαλύσια, Θεόκρ.) 2. φρ. «θαλυσιὰς κούρη» ιέρεια τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θαλύς < θ. θάλ τού θάλλω)] … Dictionary of Greek